Η erasmoιστορία μου: Επεισόδιο δεύτερο - Η πρώτη επαφή με την χώρα
Δίνω όλα τα λεφτά του κόσμου σε όποιον με κάνει να ξεχάσω εκείνη την μέρα. Και όχι επειδή έφευγα, αλλά επειδή πλήγωσα το πιο αγαπημένο πρόσωπο στην ζωή μου. Τον πατέρα μου.Η Nenya άυπνη εδώ και μέρες. Λιωμένη στο κλάμα. Τρελαμένη κυριολεκτικά.
Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Έχω ένα κενό στην μνήμη μου από την στιγμή που έγινε η αναγγελία για την πτήση μέχρι την στιγμή που μπήκα στο αεροπλάνο.
Πριν φύγω, έστειλα ένα μήνυμα στο αγόρι μου και στον αδερφό μου για να τους πω ότι τους αγαπώ.
Το ταξίδι ήταν κουραστικό. Ο καιρός χάλια. Εγώ άυπνη, νηστική και με 35 κιλά πράγματα (1 μεγάλη βαλίτσα, ένα σάκο, μια τσαντα στην πλάτη, την τσάντα μου και το βαλιτσάκι με το laptop, όλα τίγκα γεμάτα). Εκεί που ήταν να φτάσουμε στην Vaasa με 2 αεροπλάνα και 1 τραίνο, βρεθήκαμε να τρέχουμε να αλλάζουμε 3 αεροπλάνα, 1 λεωφορείο και 3 τραίνα...




Μετά από 3 ώρες καθυστέρηση στο αεροδρόμιο της Πράγας, φτάσαμε αργά στο Helsinki, χάσαμε το τραίνο και δεν ξέραμε πώς να φτάσουμε στην Vaasa. Δεν ξέραμε καν πως να επικοινωνήσουμε με την κυρία Camilla που μας περίμενε στις 22.28 το βράδυ στον σταθμό... τον μοναδικό “γνωστό” που είχαμε στην χώρα.
Δεν ξέρω καν πως μου ήρθε να ρωτήσω στον σταθμό του Tikkurila αν υπήρχε κάποιος, οποιοσδήποτε τρόπος να φτάσουμε στην πόλη. Πρέπει να είχα πολύ απελπισμένο ύφος όταν (μπαίνοντας φουριόζα μέσα στην αίθουσα) προσπαθούσα σαστισμένη να εξηγήσω στα ελληνοαγγλικά, γρήγορα και χωρίς αναπνοή που θέλαμε να πάμε! Η κυρία στο ταμείο στα φινλανδικά (!!!) μου πρότεινε μια εναλλακτική διαδρομή. Δεν ήξερε αγγλικά και παρόλα αυτά δεν με κρέμασε. Προσπαθούσε να βρει τρόπο να μου εξηγήσει τι γίνεται με τις μετεπιβιβάσεις στα τραίνα για να μην χαθούμε. Τελικά κλείσαμε εισιτήρια 5 λεπτά πριν κλείσει το ταμείο...
Θυμάμαι τον εαυτό μου να αρπάζει όποια βαλίτσα έβρισκε μπροστά του και να τρέχει πάνω στο χιόνι. Είχαμε 3 λεπτά να αλλάξουμε τραίνο και σε αυτά τα 3 λεπτά έπρεπε να αφήσεις το ένα τραίνο, να κατέβεις σκάλες, να ανέβεις κάτι άλλες και να βρεις σε ποια γραμμή ήταν το τραίνο που έπρεπε να πάρεις…
Πάλι καλά είχε “ζέστη” εκείνη την νύχτα… -15…
Θυμάμαι ότι όταν ανέβαινα για 3η φορά τις σκάλες, ένας νεαρός μου άρπαξε τον σάκο από το χέρι, τον ανέβασε ως την κορυφή της σκάλας, τον άφησε εκεί και έφυγε. Δεν πρόλαβα να του πω ούτε ευχαριστώ!

Στο πρώτο τραίνο που μπήκαμε, κοιτούσαμε σαν χάνη... διόροφο Intercity παρακαλώ! ο διάδρομος ήταν σαν ρεσεψιόν ξενοδοχείου!

Μετά από πολύ τρέξιμο και πολύ τύχη (μέσα στην τρελή ατυχία μας) φτάσαμε. Εκεί μας περίμενε μια χαμογελαστή Φινλανδέζα και μας οδήγησε με το αυτοκίνητό της στο διαμέρισμά μας. Μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν μπήκα στο σπίτι και απλά έσπρωξα την πόρτα για να κλείσει (η οποία ήταν η μισή από γυαλί).
«Συγγνώμη… πως κλειδώνει?» ρώτησα περιεργάζοντας την πόρτα.
«Μα… δεν κλειδώνει. Απλά την σπρώχνεις.» (εκεί κάπου χαζεύω)
«Με συγχωρείτε, αλλά… δεν έχει εγκληματικότητα η περιοχή? Είναι πολύ εύκολο να ανοίξει κάποιος την πόρτα έτσι και…».
Μέχρι να ολοκληρώσω την πρόταση, η φωνή μου όσο πήγαινε και χαμήλωνε βλέποντας το παραξενεμένο ύφος της Φινλανδέζας. Πραγματικά, πρέπει να την προσέβαλα εκείνη την στιγμή!
Το βράδυ εκείνο, ήταν εφιαλτικό. Το σπίτι άδειο. Το μυαλό μου τρελαμένο από τις χιλιάδες σκέψεις που είχα μέσα. Και μεταξύ των άλλων είχε μια ησυχία που με τρέλαινε. Με τρέλαινε κυριολεκτικά! Και όλο αυτό μου βγήκε σε μίσος.
Ήθελα να βγω έξω και να ουρλιάξω "ΡΕΕΕΕΕΕΕΕ!!! ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ Κ@!$@$ΧΩΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ??????"
Την επόμενη μέρα, ξυπνάω και έξω ήταν νύχτα. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, δεν βοήθησε και πολύ την ήδη ξεσκισμένη ψυχολογία μου. Βρίσκω τις άλλες που είχαν ξυπνήσει ήδη και τους κάνω την εξής δήλωση: "Εγώ δεν μένω εδώ μέχρι τον Ιούνιο. Δεν θα αντέξω. Θα κλείσω το εισιτήριό μου και θα φύγω".
Ήμουν έτσι όπως ήμουν και όσο περνούσαν οι μέρες τόσο χάζευα εγώ. Μεταξύ των άλλων, μου ήρθε και καπάκι ένα γερό κρύωμα και μία ωτίτιδα. Και έξω να έχει -20...
Μετά από καμιά βδομάδα μιλάω με τον πατέρα μου κλαίγοντας και του λέω ότι θέλω να φύγω. Η απάντηση του ήταν ότι αν είναι να πεθάνω, ας φύγω αύριο κιόλας.
Φαντάσου σκηνικό στο τηλεφώνημα: «Θέλω να φύγω. Δεν αντέχω άλλο εδώ. Να μου κλείσεις το εισιτήριο αμέσως!» «Πότε θέλεις να φύγεις? Θέλεις αύριο? Να σου κλείσω το εισιτήριο και να φύγεις αύριο? Πες! Ένα τηλέφωνο είναι μόνο! Και έρχεσαι με την μία. Χέσ’τα τα λεφτά. Δεν θέλω να πάθεις και τίποτα. Να πάρω τηλέφωνο το πρακτορείο? Για αύριο είναι καλά? Πες!»
Nenya: «όχι όχι! Δεν θέλω να φύγω αύριο! Μην μου κλείσεις το εισιτήριο! Είναι ωραία εδώ! Μη! μη!»
Την ξέρετε την αντίστροφη ψυχολογία? Ε, σε εμένα έπιασε. Και από την στιγμή που άκουσα την φράση «ένα τηλέφωνο είναι και έφυγες» εκεί τελείωσαν όλα...
….και άρχισαν οι διακοπέεεεεεεεεεεεεεεες!
Συνεχίζεται...