Homo Erasmus

Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

Αλήθειες και ψέμματα για τις σπουδές στα ξένα (πρώιμη σύνοψη)

  • Οι γραμματείες είναι παντού ίδιες. Σκατά.
  • "Οι μετακινήσεις στην κεντρική Ευρώπη είναι φτηνές". Μύθος. Τουλάχιστον στη Γερμανία.
  • Νόμος της φύσης: Όταν βοηθάς εσύ στον τόπο σου τους ξένους, κάποιος θα βρεθεί να σε βοηθήσει στα ξένα .
  • Όσο και να θες να το αποφύγεις, οι γνωριμίες από τη χώρα σου είναι πάντα απαραίτητες.
  • Τα εθνικά γκέτο πάλι, όχι.
  • Το ακαδημαϊκό τέταρτο δεν είναι μια ακόμη ελληνική καινοτομία, παρά μια ευρωπαϊκή συνήθεια.
  • Τα εξάμηνα διαρκούν παντού μόνο κατ' ευφημισμό 6 μήνες.
  • Οι εστίες μπορούν να γίνουν καλύτερες απ' ό,τι δείχνουν-λίγη φαντασία χρειάζεται.
  • Υπάρχουν και στην Ευρώπη αιώνιοι φοιτητές.
  • Η τσέπη πονάει το ίδιο για όλους-δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί Ευρωπαίοι.
  • Εσύ μπορεί να "φτύνεις" την εθνική σου κουζίνα και σε άλλους αυτή να αρέσει (να μου ζητήσουν 2 άτομα να τους φτιάξω tzatziki?)
  • Η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο χωριό. Η Αθήνα ένα μεγάλο κρεβάτι. Η Ευρώπη είναι επίσης κάτι μεγάλο, αλλά ακόμη δεν εντόπισα τι.

Erasmus macht Filmen

L' Auberge Espagnole.
Ένας ήσυχος Γάλλος φοιτητής πείθεται από ένα φίλο του πατέρα του να περάσει ένα χρόνο στη Βαρκελώνη γενόμενος homo Erasmus.
Κάθε αρχή και δύσκολη και ο φίλος μας τα βρίσκει σκούρα με τη συγκατοίκηση στο διαμέρισμα και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες στη γραμματεία. Στο τέλος, ασφαλώς, νικά το καλό και του φίλου μας του μένει το Erasmus αξέχαστο.

[δεν το είδα, αλλά θα πάω, άμα θυμηθώ, στην προβολή του στο Πανεπιστήμιο στο τέλος του μήνα]

Τετάρτη, Απριλίου 05, 2006

Hamburg-Arrival

Δευτέρα, 3/4/2006

Εγερτήριο στις 3. Autobahn και ύπνος. Φτάνουμε στο Αμβούργο. Όμορφη πόλη. Και το δωμάτιο όμορφο, πολύ καλύτερο απ’ ότι το περίμενα. Όμως μόλις έφυγαν ο θείος και η θεία έκανα μια βόλτα στη γειτονιά να μάθω τα μέρη και ένιωσα ξαφνικά μοναξιά.

Τηλέφωνο στη μαμά. «Είσαι καλά;», «Ναι…», «Γιατί νιώθω πως δεν είσαι;», «Εμ, οκ, κάθε αρχή και δύσκολη…».

Κάνω επιδρομή στην κουζίνα για να φτιάξω ένα βαριεστημένο βραδινό. Γνωρίζω την Christina, αυστριακή και κολλητή φίλη της Barbara, που είναι μαζί μου στο Journalistik και είχαμε επικοινωνήσει με email. Η Christina με ήξερε από την Barbara και με πήγε στην κουζίνα τους-στην άλλη άκρη του πρώτου ορόφου. Γαμώ τις κουζίνες-7 Ισπανοί που κάνουν Erasmus ενός χρόνου γέμισαν τους τοίχους με ροκ αφίσες κι η Barbara πρόσθεσε μια πινελιά από Ikea decoration που έδωσε χαρωπό χρώμα στην αυστηρή εστία μας. Τα παιδιά μιλάνε τη γερμανική ως μητρική τους γλώσσα και χαμογελώ λέγοντας “mein deutsch ist schlecht”, όπερ μεθερμηνευόμενο εστί, εγώ γελάω από ευγένεια διότι απ’ όσα λέτε το 1/3 καταλαβαίνω. Όταν βαρέθηκα από κει, διότι η Barbara είχε στην εστία και το φίλο της και δεν κολλούσα, επέστρεψα στη δική μας κουζίνα να φάω το ρημάδι το βραδινό από merenda. Στη δεύτερη μπουκιά σκάει μύτη ένας νεαρός. “Chrysta”, “Andres”, «α!», του λέω, «και με σένα έχω μιλήσει με email» και κάθεται στην κουζίνα να τα πούμε.

Ο Andres είναι Ελβετός κι έχει πολύ μελαγχολικά μάτια. Έτσι του αποκάλυψα την απογευματινή μου μιζέρια και μοναξιά. «Σε νιώθω», μου λέει», κι εγώ όλο το σαββατοκύριακο έτσι ένιωθα». «Και πώς το καταπολέμησες;», επιμένω, «έκανα βόλτες και έμαθα όλη την πόλη» συνεχίζει. Του απαντώ ότι το σκέφτηκα κι αυτό, αλλά σκέφτηκα πως αν έβλεπα μόνη μου τη θάλασσα θα μου ‘ρχοταν στο μυαλό η πόλη μου και οι άνθρωποί μου κι η μοναξιά θα μεγάλωνε, οπότε παράτησα την ιδέα της βόλτας. «Το σκέφτηκες πολύ το πράγμα» λέει αυτός, «Immer», απαντώ. Στο μεταξύ κάνουμε συμφωνία να μιλάμε μεταξύ μας αγγλικά, διότι δεν τον ωφελεί σε τίποτα να μιλάει στη φυσική του γλώσσα (γερμανικά).

Πάνω που πήγα να σταυρώσω τρίτη μπουκιά ανοίγει πάλι η πόρτα. Σαμί, ο Παριζιάνος που σπουδάζει οικονομικά. Πεινούσε και δεν είχε σκεύη να μαγειρεύσει. Ο Andres ανοίγει το ξεκλείδωτο ντουλάπι του, πιάνει δυο κατσαρόλες που μόλις αγόρασε τζαμπαντάν από το Ikea και μας αναγγέλλει ότι μπορούμε να ανοίγουμε το ντουλάπι και να τις χρησιμοποιούμε ελεύθερα, με μόνο όρο να τις πλένουμε.

Ok, Swiss man. Καθόμαστε τρεις νέοι και μιλάμε πότε αγγλικά, πότε γερμανικά και πότε γαλλικά. Μετακομίζουμε στο σαλόνι. Σε λίγο μπήκαν στην παρέα και η Barbara, η Christina και η επίσης Αυστριακή Angelika-το μόνο άτομο που είχα γνωρίσει το μεσημέρι (είχα γνωρίσει και κάτι Πολωνούς, αλλά ξανασυστήθηκα μαζί τους το βράδυ σαν να μην τρέχει τίποτα που δε θυμόμουν τη γνωριμία μας).

Μιλάμε για τη δημοσιογραφία, την ανεργία, τις χώρες μας, τα στερεότυπα, την επιλογή μας για το Αμβούργο, το ίντερνετ στα δωμάτια μας και το global φαινόμενο της αναιδούς γραμματείας. Κάποια στιγμή στην κουζίνα μπήκαν οι τρεις Τουρκάλες του ορόφου. Σηκώνω τα μανίκια και κάνω πλάκα στα παιδιά ότι δε θα τα πάω καλά μαζί τους λόγω εθνικών διαφορών. Τα παιδιά γελάνε, «σαν τους Βάσκους με τους Ισπανούς στην άλλη κουζίνα» μου λένε. Στο μεταξύ ο Andres πηγαίνει σηκώνεται να πάρει νερό κι επιστρέφοντας χάνεται σε ένα σύννεφο καπνού-οι Τουρκάλες είχαν κάψει κάτι ψωμάκια. Του λέω, «Andres, δε σε βλέπω, υπάρχει ένα σύννεφο γύρω σου», οι άλλοι συμφωνούν κι ο Ελβετός σπεύδει να ανοίξει το παράθυρο. Οι Τουρκάλες καταλαβαίνουν, βγαίνουν έξω να ζητήσουν συγγνώμη και μας προσφέρουν λουκούμι. «Σουτζούκ λουκούμ;» της λέω της Χατζιτέ, «τεσεκιούρεντιμ» συνεχίζω κι η Τουρκάλα θολώνει που δήθεν μιλάω τη γλώσσα της. Είναι από τη Σμύρνη και είμαι από τη Σαλόνικα.

Σιγά σιγά το διαλύσαμε για ύπνο και ανανεώσαμε το ραντεβού για το επόμενο πρωί, να πάμε όλοι μαζί για μάθημα.

Ξαφνικά πήρα μια καλή γεύση από Erasmus.